οστολογία

οστολογία
(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος]
συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος.
————————
(II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀστολογία — ὀστολογίᾱ , ὀστολογία extraction of bones fem nom/voc/acc dual ὀστολογίᾱ , ὀστολογία extraction of bones fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστολογίας — ὀστολογίᾱς , ὀστολογία extraction of bones fem acc pl ὀστολογίᾱς , ὀστολογία extraction of bones fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστολογίαν — ὀστολογίᾱν , ὀστολογία extraction of bones fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οστεολογία — η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη) νεοελλ. ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ερειστικού συστήματος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1. εξαγωγή οστών 2. περιγραφή τών οστών 3. πραγματεία σχετικά με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”